- ὑπερηφανεύεται
- ὑπερηφανεύωbehave arrogantlypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
боуѣи — БОУ˫А|ТИ (6*), Ю, ѤТЬ гл. Быть высокомерным, хвалиться, кичиться: еже поминати ц(с)ри. сгнилы. кнѩзи велможи питавша˫асѩ и бу˫авша˫а. б҃ативша˫асѩ и славивша˫асѩ. (γαυριῶντες) ФСт XIV, 184г; Что ради рамено боу˫аеши чл҃вче; или б҃гатьства дѣлѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
величатисѧ — ВЕЛИЧА|ТИСѦ (55), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Похваляться, кичиться: Не вѣсть оубо ди˫аволъ. ѥ ли ти хс҃ъ вл҃дка въ оумѣ или нѣсть. нъ ѥгда тѩ видить гнѣваюштѩ сѩ или кличѫштѩ. или кльногущасѩ или клевечѫштѩ. или нечиста словеса гл҃ѫштѩ. и Тъгда разоумѣѥть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακόρδωτος — η, ο αυτός που δεν κορδώνεται, που δεν υπερηφανεύεται, ο μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κορδωτός < κορδώνω] … Dictionary of Greek
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek
αύχημα — αὔχημα, το (Α) [αυχώ] 1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα 2. αιτία για καύχημα, δόξα 3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης 4. έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
γαύρωμα — το (Α) αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ* είναι μεταγενέστερο] … Dictionary of Greek
καλλώπισμα — το (AM καλλώπισμα) [καλλωπίζω] το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει μσν. αρχ. το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος αρχ. 1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ… … Dictionary of Greek
κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β … Dictionary of Greek
ματαιόδοξος — η, ο 1. αυτός που υπερηφανεύεται για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενόδοξος, ματαιόφρων 2. αυτός που επιζητεί μάταιη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + δοξος (< δόξα), πρβλ. απαισιό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek
ματαιόκομπος — ματαιόκομπος, ον (Α) αυτός που μάταια υπερηφανεύεται, αλαζόνας, κενόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόμπος (πρβλ. γλωσσό κομπος, μελί κομπος)] … Dictionary of Greek